ἀσωτεύομαι
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
Middle Liddell
ἄσωτος
Dep. to lead a profligate, wasteful life, Arist.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tard. ἀσωτεύω
• Grafía: graf. ἀσωδεύω PSI 41.12 (IV d.C.)
1 intr. llevar una vida de lujo, llevar una vida pródiga ἀσωτευόμενοι ... γίγνονται πένητες Arist.Pol.1316b15, cf. PFlor.99.7 (I/II d.C.), S.E.M.8.201, εἴ μοι συνέλθοις, ὡς θέλεις ἀσωτεύσῃ Babr.108.12, cf. PSI l.c.
•en aor. incurrir en desenfreno ἐν τῇ μέθῃ ἠσωτεύθησαν ὑπερόγκως Thdt.Is.28.7.
2 tr. dilapidar, malgastar τὰ ἐκ τοῦ πατρὸς χρήματα Ael.VH 5.9.
German (Pape)
[Seite 382] verschwenderisch leben, liederlich leben, Arist. pol. 5, 12; Ael. V.H. 4, 23; χρήματα, sein Geld verprassen, 5, 9.
French (Bailly abrégé)
f. ἀσωτεύσομαι;
1 vivre en prodigue, mener une vie déréglée;
2 tr. gaspiller, dissiper, acc..
Étymologie: ἄσωτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσωτεύομαι: ἀποθ. μετὰ πρκμ. ἠσώτευμαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 201: ― διάγω βίον ἄσωτον, ζῶ ἐν ἀσωτίᾳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 17, Βαβρ. 108. 12. 2) μετ’ αἰτιατ., κατασπαταλῶ ἀσώτως, χρήματα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 9. ― Τὸ ἐνεργ. εὕρηται μετὰ τῆς σημασ. Ι· παρὰ τῷ Τζέτζ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 677, 13.
Greek Monotonic
ἀσωτεύομαι: αποθ., ζω ακόλαστη, άσωτη ζωή, ακολασταίνω, σε Αριστ.
Greek Monolingual
AM ἀσωτεύω, Α και ἀσωτεύομαι, άσωτος (Ι)
κάνω άσωτη, σπάταλη ζωή.