Ἀννιβαϊκός
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
Ἀννιβαϊκή, Ἀννιβαϊκόν, of or for Hannibal, Plb.2.71.9, D.S.2.5.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
anibálico, de Aníbal καιροί D.S.2.5
•subst. Ἀννιβαική guerra Anibálica tít. de una obra de App.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀννιβαϊκός: -ή, -όν, Ἀννιβαϊκὸς πόλεμος, πόλεμος τοῦ Ἀννίβα, Πολύβ. 2. 71, 9, Διον. 2. 5. - γράφεται καὶ Ἀννιβιακός, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς.