Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
διεμφαίνω, διαστίλβω, διαλάμπω, διαυγάζω, διαφαίνομαι