διαλάμπω

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλάμπω Medium diacritics: διαλάμπω Low diacritics: διαλάμπω Capitals: ΔΙΑΛΑΜΠΩ
Transliteration A: dialámpō Transliteration B: dialampō Transliteration C: dialampo Beta Code: diala/mpw

English (LSJ)

A shine through, Arist.HA503b20, 536a17, Plu. 2.390b; φῶς ἀληθείᾳ διαλάμπον Porph.Marc.13: metaph., διαλάμπω τὸ καλόν (sc. ἐν ταῖς ἀτυχίαις) Arist.EN1100b30; ὥσπερ ἀστραπὴ διαλάμψασα τῆς ψυχῆς Plu.2.382d.
2 dawn, διέλαμψεν ἡμέρα Ar.Pl.744: abs., διαλάμποντος (sc. τοῦ ἡλίου) Plu.Pyrrh.32.
3 metaph., shine or be conspicuous in a composition, δ. ἰδέαι Isoc.12.2; of men, to be conspicuous, πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδείᾳ διαλαμψάντων, title of work by Callimachus, Suid.
II of a singer, to be conspicuous above a chorus, Arist.Pr.922a36.
III Act., cause to shine forth, τὸ ἀνείδεον ἐν εἴδεσι Iamb.Myst.1.5, cf. Plu.2.393e.

Spanish (DGE)

I intr.
1 brillar, resplandecer πῦρ Thphr.Sens.18, HP 9.3.3, Plu.2.933C, ἡ φλόξ Plu.Brut.31, los astros ὅταν διὰ νεφῶν ἥλιος διαλάμψῃ Placit.3.5.12, cf. Thphr.Sign.46, ἡ σελήνη διέλαμψε D.C.65.13.1, διέλαμπον ... οἱ τῶν ὀμμάτων κύκλοι Hp.Ep.15, cf. Arist.HA 503b20, διαλαμπούσης τῆς ὄψεως Plu.2.390b, διαλαμπουσῶν τῶν σιαγόνων Arist.HA 536a17, θρομβία διαλάμποντα Hp.Mul.2.113, οἱ μὲν πυρφόροι διέλαμπον φερόμενοι βιαίως D.S.20.96, κρίνον ἐν μέσῳ διαλάμπον lirio que resplandece en medio del alma pura, en interpr. alegór., Origenes Cant.p.179
en v. med. mismo sent. μέσης διαλάμπεται ἅλμης (ἰχθύς) resplandece en mitad del mar (este pez) Gr.Naz.M.37.624A
fig. φῶς τὸ ζωτικὸν ἀληθείᾳ διαλάμπον Porph.Marc.13, διαλάμπει τὸ καλόν (ἐν ταῖς ἀτυχίαις) la rectitud (del alma) brilla (en los infortunios) Arist.EN 1100b30, διαλαμπούση ἡ ψυχή alma traslúcida Philostr.VA 2.37, οἱ δὲ νεότητι καὶ ψυχῆς ἀκμῇ διαλάμποντες Eus.VC 3.9, cf. Hsch.
fig., de cosas ser obvio, evidente ἀπὸ τῶν διαλαμπόντων τὴν ψῆφον ἐνεργεῖν Isid.Pel.Ep.M.78.1536A.
2 amanecer, despuntar ἡμέρα Ar.Pl.744, cf. D.H.5.57, Plu.Cat.Ma.13, Pyrrh.32, φωσφόρου διαλάμψαντος Hld.5.22.6.
3 fig. de pers. sobresalir, destacar οὐδεὶς ἂν αὐτῶν διαλάμψειεν ὑπεράρας τὸ πλῆθος en un coro, Arist.Pr.922a36, ἀπὸ τοῦ διαλάμψαντος ἐν αὐτῷ Λυσιακός D.H.Dem.11.1, cf. Vett.Val.73.20
en la retórica ἰδέαι αἱ ... διαλάμπουσαι figuras retóricas brillantes Isoc.12.2, ἐπὶ τὴν τοῦ λόγου δύναμιν ἀπορρυεῖσαν καὶ διαλάμψασαν Eun.Hist.17, πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδείᾳ διαλαμψάντων Sud.s.u. Καλλίμαχος.
II tr. iluminar, hacer brillar, hacer resplandecer ἡ ... νόησις ὥσπερ ἀστραπὴ διαλάμψασα (τὴν ψυχήν) Plu.2.382d, τὸ ἀνείδεον ἐν εἴδεσι διαλάμπουσαν Iambl.Myst.1.5, εἰκὼν ... ἐμφάσεις τινὰς καὶ εἴδωλα διαλάμπουσα Plu.2.393d.

German (Pape)

[Seite 586] durchleuchten; ἕως διέλαμψεν ἡμέρα Ar. Pl. 744, wie Plut. Cat. mai. 13; auch διαλάμποντος, da es hell wurde, Pyrrh. 32; – ἰδέαι ἐν ταῖς ῥητορείαις, durchschimmern, herrorglänzen, Isocr 12, 2; mit der Stimme durchdringen, überschreien, Arist. probl. 19, 45; – sich auszeichnen, Plut. Aem. P. 2. Auch trans., φῶς, durchscheinen lassen, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

1 briller à travers : διαλάμπει τὸ καλόν ARSTT la noblesse d'âme brille dans (l'adversité);
2 commencer à briller.
Étymologie: διά, λάμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λάμπω stralen, oplichten:. ἕως διέλαμψεν ἡμέρα totdat de dag haar licht verspreidde Aristoph. Pl. 744; ὡς δ’ ἡ φλόξ... διέλαμψε πολλή toen de vlam hoog oplichtte Plut. Brut. 31.3.

Russian (Dvoretsky)

διαλάμπω:
1 светиться, просвечивать (διά τινος Arst.; ἀστραπὴ διαλάμψασα τῆς ψυχῆς Plut.);
2 блистать, отличаться (ἐν ταῖς ῥητορείαις Isocr.; ἐν τοῖς ὀλίγοις Arst.);
3 рассветать, светать (ἕως διέλαμψεν ἡμέρα Arph.): ἤδη διαλάμποντος Plut. когда уже светало.

Greek Monolingual

διαλάμπω)
1. λάμπω μέσα από κάτι, λάμπω πέρα ως πέρα, ακτινοβολώ
2. διαπρέπω, διακρίνομαι, υπερέχω
αρχ.
1. (για τη φωνή) ακούγομαι καθαρά
2. «διέλαμψεν ἡμέρα», «διαλάμποντος τοῦ ἡλίου» — ενώ ξημέρωνε.

Greek Monotonic

διαλάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω, ξημερώνω, χαράζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

διαλάμπω: λάμπω διὰ μέσου τινός, λάμπω ἐντελῶς, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 11, 10., 4. 9, 12· μεταφ., δ. τὸ καλὸν (ἐνν. διὰ τὰς ἀτυχίας) ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12. 2) ἐξημερώνει, «χαράζει», διέλαμψεν ἡμέρα Ἀριστοφ. Πλ. 744· ἀπολύτως, διαλάμποντος (ἐνν. τοῦ ἡλίου) Πλουτ. Πύρρ. 32. 2) μεταφ., λάμπω ἢ εἶμαι καταφανής, διακρίνομαι ἐξόχως ἔν τινι συνθέσει ποιητικῇ ἢ ῥητορικῇ, δ. ἰδέαι Ἰσοκρ. 233Β· ἐπὶ ἀνθρώπων, διακρίνομαι, εἶμαι ἔξοχος, Καλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Καλλ. ΙΙ.ἐπὶ τῆς φωνῆς, ἠχῶ εὐκρινῶς ὥστε νὰ εἶμαι ἀκουστὸς διὰ μέσου πλήθους, Ἀριστ. Προβλ. 19. 45, 2.

Middle Liddell

fut. ψω
to shine through, to dawn, Ar.