διαφαίνομαι Search Google

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

English (Autenrieth)

be visible through, τινός, Θ , Il. 10.199; glow throughout, Od. 9.379.

French (Bailly abrégé)

Moy. διαφαίνομαι (f. διαφανοῦμαι ou διαφανήσομαι);
1 se laisser voir entre : νεκύων IL entre les cadavres;
2 se laisser voir à travers (une substance transparente);
3 brûler en jetant une lueur brillante;
4 se montrer clairement, être ou devenir évident;
5 briller, se distinguer entre tous.
Étymologie: διά, φαίνω, διαφαίνω.

Spanish

abrirse un claro, mostrarse, revelarse

Russian (Dvoretsky)

1 med.-pass. быть заметным, показываться, виднеться (ἐν μέσῃ τῇ στήλῃ Her.): ὅτι νεκύων διεφαίνετο χῶρος Her. там, где земля была свободна от трупов;
2 med.-pass. просвечивать, быть прозрачным (τὸ μὲν διαφαινόμενον λευκόν, τὸ δὲ μὴ διαφαινόμενον μέλαν Arst.);
3 med.-pass. быть раскаленным (ὁ μόχλος διεφαίνετο Hom.);
4 med.-pass. отличаться, выделяться (δυνάμει Thuc.).

Greek Monolingual

(ΑΝ)
1. αρχίζω να παρουσιάζομαι μέσα από κάποιο άλλο σώμα, διαφανές ή όχι, διακρίνομαι αμυδρά κι αόριστα
2. αποδεικνύομαι, καταφαίνομαι, δηλώνομαι («διαφαίνονται οἱ σκοποί του»)
αρχ.
1. είμαι διάπυρος, πυροκόκκινος από τη θερμότητα
2. (αμτβ.) διαφαίνω
α) αφήνω το φως να περάσει («διαφαίνοντα ἱμάτια» διαφανή, Κλημ. Αλ.)
β) (για ημέρα) ξημερώνω.