μεταλλίζω
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
German (Pape)
[Seite 149] Einen zur Bergwerksarbeit verurteilen, Pandect.
Greek Monolingual
μεταλλίζω (ΑM) μέταλλον
καταδικάζω κάποιον να εργάζεται στα μεταλλεία.