ἀχαλιναγώγητος
From LSJ
μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
Spanish (DGE)
-ον desenfrenado Iren.Lugd.Haer.5.8.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰλῑνᾰγώγητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Εἰρηναῖος.
Translations
unbridled
Armenian: սանձարձակ; Azerbaijani: yüyənsiz; Bulgarian: без юзда; French: débridé; German: ungezäumt; Greek: αχαλίνωτος, ακαπίστρωτος, ξεκαπίστρωτος; Ancient Greek: ἀνήνιος, ἀχάλινος, ἀχαλίνωτος, ἀχαλιναγώγητος; Latin: effrenatus; Russian: разнузданный