ξεκαπίστρωτος

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source

Greek Monolingual

-η, -ο ξεκαπιστρώνω
1. (για ζώο) αυτός που δεν έχει καπίστρι ή χαλινό, αχαλίνωτος
2. (για πρόσ.) αναιδής, ανάγωγος, θρασύς.

Translations

unbridled

Armenian: սանձարձակ; Azerbaijani: yüyənsiz; Bulgarian: без юзда; French: débridé; German: ungezäumt; Greek: αχαλίνωτος, ακαπίστρωτος, ξεκαπίστρωτος; Ancient Greek: ἀνήνιος, ἀχάλινος, ἀχαλίνωτος, ἀχαλιναγώγητος; Latin: effrenatus; Russian: разнузданный