contragewicht
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Dutch > Greek
ἀνθολκή, ἀντιρροπία, ἀντίρροπον, ἀντισήκωμα, ἀντισήκωσις, ἀντισοῦν, ἀντιστάθμησις, σήκωμα, τὸ ἀντίρροπον, τὸ ἀντισοῦν