ἀντισήκωσις

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισήκωσις Medium diacritics: ἀντισήκωσις Low diacritics: αντισήκωσις Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΩΣΙΣ
Transliteration A: antisḗkōsis Transliteration B: antisēkōsis Transliteration C: antisikosis Beta Code: a)ntish/kwsis

English (LSJ)

-εως, Ion. -ιος, ἡ, = ἀντισήκωμα (counterweight, equipoise, compensation), ἀ. γίνεται Hdt. 4.50 ; equivalence, Plot. 1.4.14.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 compensación ἀ. γίνεται Hdt.4.50.
2 movimiento en sentido contrario ἀντισηκώσεως δὲ οἷον ἐπὶ θάτερα πρὸς τὰ ἄριστα γενομένης Plot.1.4.14.

French (Bailly abrégé)

εως, ion. ιος (ἡ) :
contrepoids, compensation.
Étymologie: ἀντισηκόω.

German (Pape)

ἡ, Herstellung des Gleichgewichts, Vergeltung, Her. 4.50; Eust. ad Od. 9.227 = ἀντιστάθμησις.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισήκωσις: εως ἡ уравновешивание: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισήκωσις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἀντιστάθμησις, ἀντισήκωσις γίνεται Ἡρόδ. 4. 50, Δωρ. -σάκωσις, ἀποζημίωσις, ἀποτισάτω διπλασίαν ἀντισάκωσιν τῇ πόλει Ἐπιγρ. Βοιωτ. 3. 4 (Keil).

Greek Monolingual

ἀντισήκωσις, η (Α) αντισηκώ
αποκατάσταση ισορροπίας, αντιστάθμισμα.

Greek Monotonic

ἀντισήκωσις: -εως, Ιων. -ιος, , ισορροπία, αντίβαρο, αντιστάθμισμα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[from ἀντισηκόω
equipoise, compensation, Hdt.

Translations

counterweight

Catalan: contrapès; Dutch: contragewicht; Finnish: vastapaino; French: contrepoids; German: Gegengewicht; Greek: αντίβαρο; Ancient Greek: ἀνθολκή, ἀντιρροπία, ἀντίρροπον, ἀντισήκωμα, ἀντισήκωσις, ἀντισοῦν, ἀντιστάθμησις, σήκωμα, τὸ ἀντίρροπον, τὸ ἀντισοῦν; Gujarati: ધડો; Irish: frithmheáchan; Italian: contrappeso; Norwegian Bokmål: motvekt; Nynorsk: motvekt; Polish: przeciwwaga; Portuguese: contrapeso; Romanian: contragreutate; Russian: противовес; Spanish: contrapeso; Swedish: motvikt; Tagalog: gantimbigat; Turkish: denge ağırlığı; Ukrainian: противага; Walloon: contrumas