το περιπετειώδες
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Translations
adventurousness
Bulgarian: авантюризъм; Finnish: seikkailunhaluisuus; German: Abenteuerlichkeit; Greek: τολμηρότητα, το παράτολμο, το περιπετειώδες, περιπετειώδης φύση, τάση για περιπέτειες; Ancient Greek: τὸ φιλοκίνδυνον; Polish: awanturnictwo, awanturniczość; Turkish: maceracılık, serüvencilik, maceraperestlik