κατασκηνέω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
German (Pape)
[Seite 1379] = Folgdm; sicher im praes. bei Sp.; aor. κατεσκήνησαν Xen. An. 3, 4, 33. 7, 4, 11, wie Hell. 4, 5, 2.