κέκραξ
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
German (Pape)
[Seite 1413] αγος, ὁ, = κεκράκτης, Drac. p. 51, 12; vgl. Lob. Paralip. 96.
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
[Seite 1413] αγος, ὁ, = κεκράκτης, Drac. p. 51, 12; vgl. Lob. Paralip. 96.