κέκραξ

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

German (Pape)

[Seite 1413] αγος, ὁ, = κεκράκτης, Drac. p. 51, 12; vgl. Lob. Paralip. 96.

Greek (Liddell-Scott)

κέκραξ: ὁ, = κεκράκτης, παρὰ Δράκων. 51. 12.

Greek Monolingual

κέκραξ, -αγος, ὁ (Α)
άλλος τ. του κεκράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κέκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγ-α)].