γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
σπειροειδῶς: (εἶδος) Ἐπίρρ., ἐν εἴδει σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. 62.