σπειροειδῶς

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek (Liddell-Scott)

σπειροειδῶς: (εἶδος) Ἐπίρρ., ἐν εἴδει σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. 62.