δισυλλαβία
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἡ,
A pair of syllables, καταληκτικὸν εἰς δ. Sch.Ar.Av.904, etc.
Greek (Liddell-Scott)
δισυλλαβία: ἡ, δύο συλλαβαί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 903 κτλ.