διαμάσημα
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Full diacritics: διαμᾰσημα | Medium diacritics: διαμάσημα | Low diacritics: διαμάσημα | Capitals: ΔΙΑΜΑΣΗΜΑ |
Transliteration A: diamásēma | Transliteration B: diamasēma | Transliteration C: diamasima | Beta Code: diama/shma |
ατος, τό,
A that which is chewed, Hp.Aff.4, Dsc.1.96.
διαμάσημα: τό, τὸ μασώμενον, Διοσκ. 1. 125.