ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
[Seite 1412] ὁ (sanscr. kabi), Affenart, v. l. immer κῆπος u. κῆβος, w. m. s.
κεῖπος: ὁ, εἶδος πιθήκου· ὡσαύτως κῆπος, κῆβος.