ἀργυροποιός

From LSJ
Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροποιός Medium diacritics: ἀργυροποιός Low diacritics: αργυροποιός Capitals: ΑΡΓΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: argyropoiós Transliteration B: argyropoios Transliteration C: argyropoios Beta Code: a)rguropoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A worker in silver, AP14.50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροποιός: ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ τέχνη, μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου.