περιτυλίσσω
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
A wrap round, Sor.1.82,84, Hsch.s.v. ἐσπαργάνωσεν, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
περιτυλίσσω: τυλίσσω ὁλόγυρα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσπαργάνωσιν· «περιτυλίξας, περιειλήσας» Φώτ.