ἀδιάκλειστος
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
English (LSJ)
ον,
A not shut off, τοῦ οὐρανοῦ τὸ -τον J.BJ5.5.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάκλειστος: -ον, ὁ μὴ ἀποκλεισθεὶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 5. 5, 4.