ὁμόκαπος

From LSJ
Revision as of 09:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

German (Pape)

[Seite 337] (κάπη), zusammen essend, zusammen lebend, Epimenid. bei Arist. pol. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκᾰπος: -ον, (κάπη) ὁ ὁμοῦ τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ ὁμοῦ ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.