χαλκοάρης
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
German (Pape)
[Seite 1330] ες, od. χαλκοάρας, ὁ, poet. = χαλκήρης, Pind. I. 3, 81. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοάρης: [ᾰ], ες, γεν. εος, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ χαλκήρης, ὡπλισμένος διὰ χαλκῶν ὅπλων, Πινδ. Ι. 4 (3). 107., 5 (4). 51.