Διιπόλεια
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
Διιπόλια, Διιπολιώδης, v. sub Διπολ-.
Greek (Liddell-Scott)
Διιπόλεια: Διιπόλια, Διιπολιώδης, ἴδε ἐν λ. Δῑπολ-.