σκοτόφρων
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. φρονος,
A dark-minded, gloss on the pr.n. Λυκόφρων, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόφρων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - ὄνομα σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1.