ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
[Seite 1191] (od. θεινός?), göttlich, Inscr. II p. 418.
θέϊνος: -η, -ον, = θεῖος, Ἐπιγρ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Β. 19.