Κάδουλοι
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek (Liddell-Scott)
Κάδουλοι: ἢ Κάδωλοι (κάδμιλοι Kiessling), οἱ, παῖδες ὑπηρετοῦντες εἰς τὴν λατρείαν τῶν Καβείρων, παραβαλλόμενοι ὑπὸ Διον. Ἁλ. 2. 22 πρὸς τοὺς ἐν Ρώμῃ Camilli.