ξενοδόχημα
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 277] τό, = ξενοδοκεῖον, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδόχημα: τό, ξενοδοχεῖο, Νικήτ. Χρον. 381Α.