μετασυγκριτικός
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.