τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
[Seite 812] s. πτωσκάζω.
πτωκάζω: πλημμ. γρ. ἀντὶ πτωσκάζω, ὃ ἴδε.