ὑπερηφανεύομαι
From LSJ
τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
German (Pape)
[Seite 1196] seltener act., wie E. M., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερηφανεύομαι: ὡς καὶ νῦν φέρομαι ὑπερηφάνως, Ἑβδομ. (Νεεμ. Θ΄, 16, Τωβὶτ Δ΄, 13, Ἰὼβ ΚΒ΄, 29, Ψαλμ. Θ΄, 23, Σειρὰχ Ι΄, 9), ἴδε ὑπερηφανέω. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 397 θεωρεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἀδόκιμον.