φρενοκηδής
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
German (Pape)
[Seite 1304] ές, das Herz bekümmernd, betrübend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοκηδής: -ές, ὁ λυπῶν τὰς φρένας, ὁ θλίβων τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 85.