φρενοκηδής

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

German (Pape)

[Seite 1304] ές, das Herz bekümmernd, betrübend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοκηδής: -ές, ὁ λυπῶν τὰς φρένας, ὁ θλίβων τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 85.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λυπεί το πνεύμα, την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κηδής (κῆδος), πρβλ. δημο-κηδής, φιλο-κηδής].