κορυνίτης
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνίτης: -ου, ὁ ἡμαρτημ. γραφ. παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κορυνήτης, ὃ ἴδε.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
κορῠνίτης: -ου, ὁ ἡμαρτημ. γραφ. παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κορυνήτης, ὃ ἴδε.