ἐγχείρισις
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 713] ἡ, u. ἐγχειρισμός, ὁ, das Einhändigen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχείρισις: ἡ, καὶ ἐγχειρισμός, ὁ, τό ἐγχειρίζειν, Παλ. Λεξ.