παρασιτεύω
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek (Liddell-Scott)
παρασῑτεύω: τῷ ἑπομ., ζῶ πλησίον τινός, τινὶ Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 1008Α.