παρασιτεύω

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτεύω: τῷ ἑπομ., ζῶ πλησίον τινός, τινὶ Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 1008Α.

Greek Monolingual

Α
βλ. παρασιτώ.