καπρώζω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
[Seite 1324] = καπράω; Sclerias bei Ath. IX, 402 b; Eust. 853, 33.
καπρώζω: καπράω, Σκληρίας παρ’ Ἀθην. 402Β.