διάλιθος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ον,
A set with precious stones, IG2.652B13, Men.503, Epit.169, OGI56.59 (iii B.C.), LXX To.10.7, Aristeas62; ὅρμος ῥόδων δ. IG12.289; κόσμος Str.15.1.54; στέφανος D.C.44.6.
Greek (Liddell-Scott)
διάλῐθος: -ον, κατακεκοσμημένος διὰ πολυτίμων λίθων, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. § 38, 153. 3, Μένανδ. Φιλ. 1.