φρενοδινής
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
German (Pape)
[Seite 1304] ές, den Geist im Kreise drehend und schwindlich machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοδῑνής: -ές, ὁ κάμνων τὸν νοῦν νὰ περιστρέφηται, νὰ ἰλιγγιᾷ, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 109.