φρενοδινής
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
German (Pape)
[Seite 1304] ές, den Geist im Kreise drehend und schwindlich machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοδῑνής: -ές, ὁ κάμνων τὸν νοῦν νὰ περιστρέφηται, νὰ ἰλιγγιᾷ, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 109.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
μτφ. αυτός που κάνει τον νου να περιστρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -δινής (< δίνη), πρβλ. αἰθεροδινής, ταχυδινής].