γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 1253] ές, sehnsüchtig blickend, Paul. Sil. amb. 275.
ἱμεροδερκής: -ές, ὁ προσβλέπων μὲ βλέμμα πλῆρες ἐπιθυμίας, Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 275.