Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
κέρδον: τό, φυτόν τι, τὸ αὐτὸ καὶ στρουθίον, Διοσκ. (Νόθ.) 2. 193.