γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἑξτίλλιος: τὸ Λατ. sextilis, ὁ ἕκτος (ἀπὸ Μαρτίου) μήν, ὁ ὕστερον Αὔγουστος κληθείς, Μαλαλ. 184. 21.