παρωνύμως

From LSJ
Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek (Liddell-Scott)

παρωνύμως: Ἐπίρρ., παρὰ τὸ ὄνομα, ἐναντίον τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε παρώνυμος.