παρώνυμος
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
English (LSJ)
παρώνυμον,
A formed by a slight change, derivative, Φοίβης ὄνομ' ἔχει παρώνυμον (sc. Φοῖβος) A.Eu.8, cf. Arist.Cat.1a12. Adv. παρωνύμως, λέγεσθαι ἀπό τινος Id.Top.109b5; ὁ θρασὺς παρὰ τὸ θράσος λέγεται π. Id.EE1228a36.
II Subst. παρώνυμον, τό, by-name, Pherecyd.25 (a) J.
2 = παρωνύμιος II.2, Plu.Dem.4; = Lat. agnomen, Dosith.p.390 K.
German (Pape)
[Seite 530] von einem Namen, Worte abgeleitet, danach gebildet, benannt; γραμματικὸς παρ. ἀπὸ τῆς γραμματικῆς, Arist. categ. 1; bes. Gramm. – Auch adv, ἀπ' οὐδενὸς γένους παρωνύμως ἡ κατηγορία κατὰ τοῦ εἴδους λέγεται, Arist. top. 2, 4; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un nom semblable, particul. qui dérive d'un autre mot ; τὸ παρώνυμον, surnom.
Étymologie: παρά, ὄνομα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρώνυμος -ον [παρά, ὄνομα] afgeleid, door een verandering gevormd (van een naam):. τὸ Φοίβης δ’ ὄνομ’ ἔχει παρώνυμον en hij draagt nu de van Phoebe afgeleide naam Aeschl. Eum. 8.
Russian (Dvoretsky)
παρώνῠμος: служащий прозвищем (ὄνομα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
παρώνῠμος: -ον, ἐσχηματισμένος διὰ μικρᾶς μεταβολῆς, παράγωγος, Φοίβης ὄνομ’ ἔχει παρώνυμον (δηλ. Φοῖβος) Αἰσχύλ. Εὐμ. 8, πρβλ. Ἀριστ. Κατηγ. 1. 3., 8. 25 κἑξ.· ― Ἐπίρρ., παρωνύμως λέγεσθαι ἀπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 4, 4, Ἠθ. Εὐδήμ. 3. 1, 2. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐπώνυμον, ἴδε παρωνύμιος ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώνυμον
α) η επονομασία
β) το επώνυμο
αρχ.
επίθ. σχηματισμένος με ελαφρά αλλαγή, παράγωγος.
επίρρ...
παρωνύμως
αρχ.-μσν.
με σχηματισμό νέου ονόματος από κάποιο άλλο με μικρή μεταβολή («ὁ θρασὺς παρὰ τὸ θράσος λέγεται παρωνύμως», Αριστοτ.)
μσν.
παρά τη σημασία του ονόματος, αντίθετα προς τη σημασία του ονόματος («ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος», Στέφανος Διάκ.)
αρχ.
με παρετυμολογία («τὸν δὲ λάθυρον καὶ τὸν ἐρέβινθον ὡς παρωνύμως ἐκ τοῦ ἐρέβους καὶ τῆς λήθης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. μετ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
παρώνῠμος: -ον (ὄνομα), σχηματισμένος με μια μικρή παραλλαγή, παράγωγος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
παρ-ώνῠμος, ον, ὄνομα
formed by a slight change, derivative, Aesch.