γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 961] ἡ, ion. = ἐπιμέλεια, Her. v. Hom. 5. 7.
ἐπιμελίη: ἡ, Ἰων ἀντὶ ἐπιμέλεια, Ἡροδ. βίος Ὁμ. 5. 7.