Κυπριακός
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
ή, όν, Cyprian, D.S.14.110, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κυπριακός: -ή, -όν, Κύπριος, Διόδ. 14. 110, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ χαλκοῦ, μέταλλα Διοσκ. 5. 91.