κοιμισμός
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ὁ, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
κοιμισμός: -οῦ, ὁ, ἢ κοίμισις ἢ ἀποκοίμισις, μεταφ. ἡ μεταβολὴ τοῦ τόνου ἀπὸ ὀξέος εἰς βαρύν, Α. Β. 756.